Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στάμπα

Στάμπα /ἡ/ (Ἰ. stampa) = πρότυπον, σχέδιον,  σφραγίς, ἐκτύπωσις, ὕφασμα χρωματισμένον δι᾿ ἐκτυπώσεως (ἐμπριμέ).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.