κλαπάρω ή κλατάρω
δεν έχω δυνάμεις, δεν αντέχω άλλο. Λέγεται για ανθρώπους και ζώα. “Εκλατάρισε το μουλάρι μας, δε βαστάει άλλο” – “Θα κλατάρω, δε γλιτώνω …”.
Επίσης χρησιμοποιείται και για μηχανές, έπιπλα, σκεύη, σάκους και γενικά οτιδήποτε είναι υπό κατάρρευση ή διάρρηξη. “Εκλατάρισε η ρόδα”.