Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπόρκος -α -ο

ο μη καθαρός στις συναλλαγές του, ο έτοιμος να καταρρεύσει.
ναυτ. όρος.: “Έχει τα χαρτιά του σπόρκα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σπόρκος -α -ο (Ἰ. sporcare) = χαλαρός, σαθρός, ἑτοιμόρροπος.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.