κεραλ(οι)φὴ
Κεραλ(οι)φὴ = θεραπευτικὴ ἀλοιφὴ (πολτὸς ἀπὸ μελισσοκέρι, λεύκωμα αὐγοῦ καὶ ρακῆς δι’ ἐντριβάς). (κεραλφὴ)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κεραλ(οι)φὴ = θεραπευτικὴ ἀλοιφὴ (πολτὸς ἀπὸ μελισσοκέρι, λεύκωμα αὐγοῦ καὶ ρακῆς δι’ ἐντριβάς). (κεραλφὴ)