στασό (το)
στάση, σταμάτημα.
“δεν έχω στασό” = δεν μπορώ να σταθώ πουθενά. Το λένε κυρίως οι μανάδες στα αεικίνητα παιδιά τους.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
στάση, σταμάτημα.
“δεν έχω στασό” = δεν μπορώ να σταθώ πουθενά. Το λένε κυρίως οι μανάδες στα αεικίνητα παιδιά τους.