Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κάναλη (η)

η βρύση, το μεταλλικό σύνεργο της, ο σωλήνας εξόδου του νερού.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κάναλη /ἡ/ (Ἰ. cannella) = σωληνίσκος ἀπορροῆς, κρουνός.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


κάναλη (ἡ): ὑδρορροή, σωλήνας ἀπορροῆς, (ΙΤ. canale).

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου


Κάναλη = κανάλι, βρύση, κάτι πού τρέχει ὑγρό.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.