κάναλη (η)
η βρύση, το μεταλλικό σύνεργο της, ο σωλήνας εξόδου του νερού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κάναλη /ἡ/ (Ἰ. cannella) = σωληνίσκος ἀπορροῆς, κρουνός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
κάναλη (ἡ): ὑδρορροή, σωλήνας ἀπορροῆς, (ΙΤ. canale).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Κάναλη = κανάλι, βρύση, κάτι πού τρέχει ὑγρό.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής