ανθρωπίζω -ομαι
φέρομαι, ενεργώ ως άνθρωπος, έχω ήθος και εμφάνιση ευπρεπούς ανθρώπου: “Ντύθηκε, κι ανθρωπίστηκε λιγάκι” – “ανθρωπίσου λίγο, χριστιανέ μου”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
φέρομαι, ενεργώ ως άνθρωπος, έχω ήθος και εμφάνιση ευπρεπούς ανθρώπου: “Ντύθηκε, κι ανθρωπίστηκε λιγάκι” – “ανθρωπίσου λίγο, χριστιανέ μου”.