Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κάμαρη

Κάμαρη /ἡ/ (Ἰ. camera, Σ. κάμαρα) = δωμάτιον, κοιτών, θάλαμος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


κάμαρη (ἡ): ὑπνοδωμάτιο, (ΒΕΝ. camara).

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.