σπαβεντάρω
τρομοκρατώ, -ούμαι, φοβίζω -ομαι = αιφνιδιάζομαι, με πιάνει τρόμος.
“Μπα , χριστιανέ μου, με σπεβεντάρησες” – “Να σου πω την αλήθεια, εσπαβεντάρησα, δεν το περίμενα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπαβεντάρω (Ἰ. spaventare) = τρομοκρατῶ -οῦμαι, ἐκφοβίζω -ομαι, αἰφνιδιάζω -ομαι, καταπλήσσω -ομαι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης