ξεπαστρεύω
Με την έννοια του τελειώνω με κάτι, ξεκαθαρίζω (κάνοντας και μια χαρακτηριστική κίνηση των χεριών). Πάστρα είναι η καθαριότητα. Έχει σχέση με τη σκούπα καμωμένη από σπάρτα. Το ρήμα είναι σπαρτεύω, σπαρτεύω κι έπειτα παστρεύω (Ανδριώτης). Βλέπε πάστρα. στη λέξη για έμφαση προστέθηκε η πρόθεση ξε (εκ).