κ΄μαντάρω
κάνω κουμάντο, διευθύνω.
“Εγώ κμαντάρω εδώ μέσα, όχι οι γ΄ναίκες” (πείσμα και εγωισμός νοικοκύρη).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κ(ου)μαντάρω (Ἰ. comandare) = διευθύνω, κυβερνῶ, προνοῶ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης