Κ(ι)λὸ
Κ(ι)λὸ /τὸ/ (κοῖλον, κυλὸν) = μέτρον χωρητικότητος στερεῶν καρπῶν (κάδος) ἀντιστοιχοῦν περίπου εἰς βάρος 24 ὀκάδων. Κιλὸ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κιλό = μέτρο ὑγρῶν πού ἰσοῦται μέ δύο δοχεῖα κανονισμένης ποσότητας, ὅπως δύο δοχεῖα λάδι, καί δέν ἔχει σχέση μέ τό κιλό τῶν χιλίων γραμμαρίων.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής