ντελικάτος – η – ο
λεπτοκαμωμένος, αδύνατος, κομψός, χαριτωμένος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντελ(ι)κᾶτος -η -ο (Ἰ. delicato) = ἁβρός, τρυφερός, λεπτός, εὐπαθής, εὐαίσθητος, κομψός, χαρίεις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης