μενούτο (το)
το λεπτό της ώρας και της δραχμής. φράση: “Περίμενε ένα μενούτο, έφτασα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μενοῦτο /τὸ/ (Ἰ. minuto) = τὸ λεπτὸν τῆς ὥρας, τὸ λεπτὸν τῆς δραχμῆς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης