κ΄φό
(κφό) ως πρώτο συνθετικό σε πολλές λέξεις: κ΄φάλογο, κ΄φοκάπονο, κ΄φαμύγδαλο, κ΄φοκάρ΄δο, κ΄φόβραση, κ΄φόμυαλος, κ΄φονότια, κ΄φόπετρα (ελαφρόπετρα), κ΄φόστρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κ(ου)φὸ (κοῦφος, κωφὸς) = πρῶτον συνθετικὸν διαφόρων λέξεων σημαῖνον ἀναλόγως κουφότητα ἢ κωφότητα (κφαμύδαλο, κφοκάρδο, κφάλογο, κφοκάπωνο κ.τ.τ.).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης