μπεκανότο 25 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μπεκανότο /τὸ/ (Ἰ. beccare -cia) = «πελιδνός», σκολόπαξ τῶν ἑλῶν, μπεκατσίνι.