ἀητέρι
Ἀητέρι /τὸ/ (ἕτερον, ἑταῖρος) = τὸ ἕτερον τοῦ ζεύγους, τὸ ταῖρι. «δὲν ἔχει ἀητέρι» = δὲν ὑπάρχει ὅμοιός του εἰς ἀρετὰς ἤ ἐλαττώματα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
βλ.λ. αϊτέρι/αϊταίρι
(Π.Γ. Κριμπάς)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ἀητέρι /τὸ/ (ἕτερον, ἑταῖρος) = τὸ ἕτερον τοῦ ζεύγους, τὸ ταῖρι. «δὲν ἔχει ἀητέρι» = δὲν ὑπάρχει ὅμοιός του εἰς ἀρετὰς ἤ ἐλαττώματα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
βλ.λ. αϊτέρι/αϊταίρι
(Π.Γ. Κριμπάς)