παραγκῶμ(ι) 31 Μαρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Παραγκῶμ(ι) /τὸ/ (παρὰ-ἐγκώμιον) = παρεπώνυμον, παράβγαλμα, παρατσοῦκλι.