Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

οχιά (η)

το γνωστό φαρμακερό φίδι, έχιδνα.
μτφ. : η κακόγλωσση γυναίκα.
Παροιμία: “Αν σε φάϊ τ΄ ακονάκι, το τσαπί και το φκιαράκι / κι αν σε φάω ΄γω η οχιούλα, έχεις μιαν απαντοχούλα“.
ΒΑΛ. Κυρά Φροσύνη Α’ 304: “Καθώς τα τέκνα της οχιάς ξεσχίζουνε και τρώγουν”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ὀχιὰ /ἡ/ = ὁ ἔχις, ἡ ἔχιδνα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.