οχιά (η)
το γνωστό φαρμακερό φίδι, έχιδνα.
μτφ. : η κακόγλωσση γυναίκα.
Παροιμία: “Αν σε φάϊ τ΄ ακονάκι, το τσαπί και το φκιαράκι / κι αν σε φάω ΄γω η οχιούλα, έχεις μιαν απαντοχούλα“.
ΒΑΛ. Κυρά Φροσύνη Α’ 304: “Καθώς τα τέκνα της οχιάς ξεσχίζουνε και τρώγουν”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ὀχιὰ /ἡ/ = ὁ ἔχις, ἡ ἔχιδνα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης