γουλιάζω 21 Οκτ, 2017 Γ 0 Σχόλια 0 Γουλιάζω = τὸ τρίβειν τὸν πολύποδα ἐπὶ γουλίων, ἵνα καταστῇ τρυφερὸς εἰς βρῶσιν. βλ γοῦλος και γουλίζω