γουαρνίδος (ο)
- τόπος οχυρός
- φόρεμα διακοσμημένο, στολισμένο. Σε προικοσύμφωνο του 1805: “Τσουμπές καναρινί γουαρνίδος” (Ιστορικό Αρχείο της Λευκάδας).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γουαρνίδος -α -ο /ἀρχ./ (Ἰ. guarnire) = ὀχυρωμένος, ἐνισχυμένος, κεκοσμημένος, πεποικιλμένος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης