Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γουαρνίδος (ο)

  1. τόπος οχυρός
  2. φόρεμα διακοσμημένο, στολισμένο. Σε προικοσύμφωνο του 1805: “Τσουμπές καναρινί γουαρνίδος” (Ιστορικό Αρχείο της Λευκάδας).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γουαρνίδος -α -ο /ἀρχ./ (Ἰ. guarnire) = ὀχυρωμένος, ἐνισχυμένος, κεκοσμημένος, πεποικιλμένος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.