Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκαλτσούνι (το)

  1. η κάλτσα, αντρική και γυναικεία
  2. είδος γλυκίσματος με φύλλα και γέμισμα

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκαλτσοῦνι /τὸ/ (Ἰ. calza -one) = περιπόδιον, κάλτσα, νηστήσιμον γλύκισμα ἐκ μαρμελάδας κλειομένης εἰς φύλλον ζύμης μετὰ καρυκευμάτων.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Οι κάλτσες για μας. Υποκοριστικό του ιταλικού calza. Στην Κρήτη είδος πίτας με τυρί ή σπανάκι, καλιτσουνάκια. Το σ μπροστά ιδιωματικό και για τη σάλτσα, σκάλτσα. Φόρεσε τα σκαλτσούνια σ΄να μη κρυώσεις.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.