σκαλτσούνι (το)
- η κάλτσα, αντρική και γυναικεία
- είδος γλυκίσματος με φύλλα και γέμισμα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκαλτσοῦνι /τὸ/ (Ἰ. calza -one) = περιπόδιον, κάλτσα, νηστήσιμον γλύκισμα ἐκ μαρμελάδας κλειομένης εἰς φύλλον ζύμης μετὰ καρυκευμάτων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Οι κάλτσες για μας. Υποκοριστικό του ιταλικού calza. Στην Κρήτη είδος πίτας με τυρί ή σπανάκι, καλιτσουνάκια. Το σ μπροστά ιδιωματικό και για τη σάλτσα, σκάλτσα. Φόρεσε τα σκαλτσούνια σ΄να μη κρυώσεις.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης