φτακήλι (εφτακήλι) (το)
ποικιλία ντόπιου σταφυλιού, που οι ρόγες του δεν ωριμάζουν μαζί, η κάθε μια στο χρόνο της.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φτακῆλ(ι) / Ἑφτακῆλι /τὸ/ (ἑπτὰ-κηλέω) = ποικιλία ἐγχωρίου σταφυλῆς τῆς ὁποίας οἱ βότρυες ὡριμάζουν διαδοχικῶς μὲ ἱκανὴν χρονικὴν διάρκειαν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης