πούμπος (ο)
το στομάχι των ορνιθοειδών πτηνών, η πολυφαγία.
φράση: “εφάγανε το μπούμπο“, δηλ. εφάγανε το καταπέτασμα.
Επίπληξη: “Να φας το μπούμπο”, λένε στα μικρά παιδιά όταν πεινάνε και λένε τι να φάω τώρα; Απάντηση: “Να φας τον μπούμπο”.
Κι όταν σκούζουν και κλαίνε, τους λένε: “βγάλ΄ το μπούμπο τώρα και τσώπα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ποῦμπος καί Πόμπος /ὁ/ (πομφός; Ἰ. pubo;) = ὁ σαρκώδης στόμαχος τῶν πουλερικῶν, ἡ πολυφαγία: «ἔφαγε τὸν ποῦμπο».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης