Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πεσκέσι (το)

  1. δώρο, καλάθι ή σάκος γιομάτος τρόφιμα, που δίνονται συχνά ως δώρο, προκειμένου περί ανθρώπων που δωροδοκούνται.
  2. άνθρωπος ύπουλος και ανήθικος. “Είναι του διαόλ΄ πεσκέσ΄”. – “Είναι για το διάολο πεσκέσ΄”.
  3. Η λέξη χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις δολοφονιών και φόνων: “Της πήγαν τον άντρα σκοτωμένο για πεσκέσι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Π(ε)σκέσ(ι) /τὸ/ (Τ. πεσκὲς) = φιλοδώρημα εἰς εἶδος, δῶρον, ρεγάλο (ἐξ ὑποχρεώσεως ἢ ἐκτιμήσεως).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Πεσκέσι, το = δώρο επίσκεψης, από το αρχ. πέσκος = κώδιον (δέρμα συνήθως μαλακού προβάτου), ταγάρι, εντός του οποίου μεταφερόταν το δώρο επίσκεψης και εν συνεχεία ετοποθετείτο και το αντίδωρον, το «φίλεμα».

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.