φόρα (επίρρ.)
- δημόσια, μπροστά σε κόσμο. “του τα ΄πε φόρα”
- μτφ.: “παίρνω φόρα” – αρχίζω με θάρρος ένα έργο – παίρνω απίδρομο να πηδήσω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φόρα /ἐπίρ./ (Ἰ. fuora) = ἔξω, ἐμφανῶς, δημοσία. (φορὰ) = κεκτημένη ταχύτης, ἀπίδρομος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης