ρομπούστος (ο)
ο ευτραφής, δυνατός, γενναίος, καλοθρεμμένος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρομποῦστος -α -ο (Ἰ. robusto) = εὔρωστος, ρωμαλέος, εὐτραφής.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο ευτραφής, δυνατός, γενναίος, καλοθρεμμένος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρομποῦστος -α -ο (Ἰ. robusto) = εὔρωστος, ρωμαλέος, εὐτραφής.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης