κολιαντσάρης (ο)
όρνιο σαρκοφάγο, τρέφεται με πτώματα ψόφιων ζώων, άκακο πτηνό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κολιαντσάρης = σαρκοφάγο μετρίου μεγέθους ὄρνιο μέ ἀσπρόμαυρο χρῶμα πού τρέφεται ἀποκλειστικῶς μέ πτώματα καί εἶναι τελείως ἄκακο.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής