μπουχαρί (το)
το τζάκι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
μπουχαρί( τό): ἤ μάπα, καπνοδόχος τζακιοῦ, (Τ. buhar = ἀτμός).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το τζάκι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
μπουχαρί( τό): ἤ μάπα, καπνοδόχος τζακιοῦ, (Τ. buhar = ἀτμός).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου