μπελιᾶς
Μπελιᾶς /ὁ/ (Ἀ. Τ. bελᾶ) = προστριβή, λογομαχία, συμπλοκή, συμφορά.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ο μπελάς,, λέξη κι αυτή τούρκικη (bela). Εμείς: “βρήκα ή θα βρεις το μπελιά μου (σου)). Ή “αυτό μ΄ έβαλε (ή θα σε βάλει σε μπελιάδες” κ.ο.κ. Το ιδίωμα είναι το ενδιάμεσο -ι- (-λιάς). Πρβλ. και το επίθετο καραμπελιάς.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης