Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αντιμάμαλο (το)

ο κυματισμός που προκαλείται από την παλινδρόμηση κύματος, που σπρώχνεται από κάποιο πλεούμενο που πέρασε.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀντιμάμαλο:  /τὸ/ (ἀντὶ-μῶλος) = ἡ κυματαγωγή, ἡ παλινδρόμησις τοῦ θραυομένου κύματος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀντιμάμαλο, § ὁ παρὰ τὴν ἀκτὴν ἥσυχος σάλος τῶν κυμάτων, ὁ καὶ ἄλλως λεγόμενος σύρεν κ᾿ ἔλα.

Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ ἀντὶ καὶ ἅλς· προσθέσει τοῦ μ – μὰλς κατὰ τὸ μάλευρον, ἄλευρον, καὶ διπλασιασμῷ μάμαλον καὶ ἀντιμάμαλον.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.