Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φίντα (η)

πλατιά, πρόσθετη ταινία, κεντημένη όμορφα, από λευκό ύφασμα καμπρένιο (μπαμπακερό), που τοποθετούνται μεταξύ των μαξιλαριών και των κλινοσκεπασμάτων, κι έδειχνε για σεντόνι κι ήταν, κατά κάποιο τρόπο, συμπλήρωμά του.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φίντα /ἡ/ (Ἰ. finta) = πρόσθετον ἐξάρτημα τῆς κλίνης πρὸς στολισμὸν ἐκ πολυτελοῦς ὀθόνης (παρεντιθέμενον μεταξὺ προσκεφαλαίων καὶ κλινοσκεπασμάτων).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


φίντα (ἡ): ξύλινη κινητή προσθήκη πόρτας ἤ παραθύρου συνή­θως στό ἰσόγειο, (ΙΤ = finta, ψεύτικη, πλαστή).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.