βετούλι (το) και βαιτοῦλι
αρσενικό χρονιάρικο κατσίκι – “το και άλλως προβυζάτο” (Ιωάννης Σταματέλος Σύλλαβος Λευκαδίτικης διαλέκτου).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βαιτοῦλι § ἐρίφιον τὸ καὶ ἄλλως προβυζαστό. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ βαίτυλος, βαιτύλιον (Σύλλ. 14. 21).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου