ατσάλι (το)
ο χάλυβας – με πολλές σημασίες και χρήσεις: “Έχει καρδιά ατσάλι” – “στέκει ατσάλι” (=είναι σκληρός και άκαμπτος) – “στέκομαι στ΄ ατσάλι” (=είμαι πανέτοιμος).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
ἀτσάλι (τό): xάλυβας, ΒΕΝ. azzàl.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου