Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ατσάλι (το)

ο χάλυβας – με πολλές σημασίες και χρήσεις: “Έχει καρδιά ατσάλι” – “στέκει ατσάλι” (=είναι σκληρός και άκαμπτος) – “στέκομαι στ΄ ατσάλι” (=είμαι πανέτοιμος).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


ἀτσάλι (τό): xάλυβας, ΒΕΝ. azzàl.

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.