σουλιτάρι
Σουλιτάρι § τὸ προπορευόμενον κωδωνοφόρον τῆς ποίμνης πρόβατον ἢ τραγίον.
Σημ. Ἀγνοοῦμεν τὴν ἐτυμ. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν λ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σουλιτάρι § τὸ προπορευόμενον κωδωνοφόρον τῆς ποίμνης πρόβατον ἢ τραγίον.
Σημ. Ἀγνοοῦμεν τὴν ἐτυμ. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν λ.