Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σουραύλι

ποιμενικός αυλός, φλογέρα – παρατσούκλι: Σουραυλιάς. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σουραῦλ(ι) /τὸ/ (συρίζω, αὐλός) = εὐθύαυλος, φλάουτο, πίφερο, φλογέρα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σουράω

σφυρίζω Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σουράω -ίζω = συρίζω, σφυρίζω, σφυράω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σουράω = σφυρίζω. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

σούρδου-μούρδου

“ανακατεμένος ο ερχόμενος”, άνω κάτω, “ατάκτως ερριμμένα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σούρδου-μούρδου = φύρδην-μίγδην, σύρδην-μίγδην, ἀτάκτως ἀναμίξ, ἀνακατωτά. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σούρδου, μούρδου § ἄνω, κάτω, ἀτάκτως. Π. ἔκαμες τὸ σπῆτι σούρδου μούρδου = τὸ ἔφερες ἄνω κάτω, μὲ γράφεις σούρδου μούρδου = μὲ . . . Περισσότερα

σουρέλω (η)

εκείνη που με ένα σφύριγμα συγκατατίθεται επιπόλαια, άσκεφτα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σουρέλω /ἡ/ (συρίζω) = παρασυρομένη εἰς τὸ πρῶτον σφύριγμα, ἄστατη, ἐπιπολαία. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σουρίστρα (η)

σφυρίχτρα. βλ και σουλίστρα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σουρίστρα /ἡ/ = σφυρίχτρα, ὄργανον τοῦ πρώτου τυχόντος, ἐπιπόλαιος, ἄστατος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σουρογκαλιάζω

στραγγίζω, σιάζω. “κρέμασε τα ασκιά να σουρογκαλιάσουν το λάδι”. Σε απροσεξία: “εσουρογκάλιασες τον τόπο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σο(υ)ρογκαλιάζω (Ἰ. surrogare) = σταλάζω, στραγγίζω, καναλίζω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σουρτούκος (ο)

το αντρικό σακάκι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σο(υ)ρτοῦκος /ὁ/ (Γλ. surtout) = ἐπενδύτης, χιτώνιον, σακκάκι. (σορτοῦκος) Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σουρτοῦκο = πρόχειρο, βαρύ σακάκι. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

σουρωτήρι

είναι μικρού ή μεγάλου μεγέθους μεταλλικό οικικακό σκεύος. Το χρησιμοποιούσαν ανάλογα το μέγεθος για να σουρώνουν ροφήματα ή φαγητά

σουσαμάκι (το)

ζυμαρικό μεγέθους ζυμαριού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σ(ου)σαμάκ(ι) /τὸ/ (σήσαμον) = ζυμαρικὸν κατ’ ἀπομίμησιν τῶν κόκκων τοῦ σησάμου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σουσούμι (το)

το είδος της κορμοστασιάς του ανθρώπου, τα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας του. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σο(υ)σοῦμ(ι) /τὸ/ (σὺν-σῆμα, σύσσημον) = εἰδή, μορφή, φυσιογνωμία, χαρακτηριστικὸν φυσιογνωμίας. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σουσούρα (η)

η φασαρία, η υπέρμετρη και χωρίς σκοπό ενεργητικότητα “τον έφαε η σουσούρα”

σούσουρο (το)

φασαρία, κουτσομπολιό, ψίθυρος για κάποια σκανδαλώδη πράξη Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σούσ(ου)ρο /τὸ/ (Ἰ. susurro) = ψίθυρος, σκάνδαλον, θόρυβος, ταραχή. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σούτος -α -ο

τα μηρυκαστικά που δεν έχουν κέρατα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σοῦτος -α -ο (Ἀλ. σούτε -α) = μηρυκαστικὸν χωρὶς κέρατα, ἄκερως. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σούφρα (η) και σίφρα

πτυχή ρούχου, άλλως σούρα εξασθένιση βρέφους, μαρασμός από έλλειψη τροφής Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σούφρα καί Σίφρα  /ἡ/ (σαίρω, Ἰ. soffirire) = πτυχή, ζαρωματιά, μαρασμὸς βρέφους ἐξ ἀθρεψίας, γεροντομορφισμός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σουφρώνω

Με την έννοια εδώ του ¨κλέψω”. Λέμε “τα σούφρωσε”. Σούφρα είναι το ξάφρισμα, αλλιώς το κλέψιμο. Οι γλωσσολόγοι θεωρούν απίθανη την προέλευση της λέξης από το συν-οφρυώνω, αρχαίο συνοφρυούμαι. Σύγχρονη λέξη ο σουφροχέρης. Για το ξάφρισμα (που αφορά την αφαίρεση του αφρού από το βραστό κυρίως κρέας) λέμε μεταφορικά “του . . . Περισσότερα

σοφ’γάδο (το)

το στιφάδο, φαγητό που μαγειρεύεται με βοδινό κρέας, λάδι, κρεμμύδια μικρά ακέραια και καρυκεύματα, όπως δάφνη, ξίδι, κ.ά. (σοφγάδο) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σοφιγάδο /τὸ/ (Ἰ. soffocare, soffogare) = κρέας μαγειρευμένον μετ’ ὄξους καὶ κρομμύων, στιφάδο. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σοφᾶς

Σοφᾶς /ὁ/ (Ἀ. Τ. Σ. σοφᾶ) = κλιντήρ, καναπές, ντιβάνι, περιστόμιον φρέατος.

σοφίτα

Σοφίτα /ἡ/ (Ἰ. soffita) = ὑπερῷον, διαμέρισμα μεταξὺ ὀροφῆς καὶ στέγης.

σοφλιάζω

επισκευάζω, μπαλώνω παλιά ρούχα. Ο μη σοφλιασμένος λέγεται ασόφλιαστος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σοφλιάζω (ἐς-φλάζω) = ἐξοικονομῶ δι’ ἐπισκευῆς παλαιὸν πρᾶγμα (εἶδος ἱματισμοῦ), ἐπισκευάζω δι’ ὀλιγοχρόνιον χρῆσιν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης