σούρδου-μούρδου
“ανακατεμένος ο ερχόμενος”, άνω κάτω, “ατάκτως ερριμμένα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σούρδου-μούρδου = φύρδην-μίγδην, σύρδην-μίγδην, ἀτάκτως ἀναμίξ, ἀνακατωτά.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σούρδου, μούρδου § ἄνω, κάτω, ἀτάκτως. Π. ἔκαμες τὸ σπῆτι σούρδου μούρδου = τὸ ἔφερες ἄνω κάτω, μὲ γράφεις σούρδου μούρδου = μὲ γράφεις ἀτάκτως.
Σημ. Τὸ τῶν ἀρχ. φύρδην, μίγδην· πρβλ. καὶ τὸ Κυπριακὸν σούρδουλος· βλέπε δὲ καὶ τὴν λ. μουρδουλόνω (ἐφ. Φιλομ. σ. 1270).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου