Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σούρδου-μούρδου

“ανακατεμένος ο ερχόμενος”, άνω κάτω, “ατάκτως ερριμμένα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σούρδου-μούρδου = φύρδην-μίγδην, σύρδην-μίγδην, ἀτάκτως ἀναμίξ, ἀνακατωτά.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Σούρδου, μούρδου § ἄνω, κάτω, ἀτάκτως. Π. ἔκαμες τὸ σπῆτι σούρδου μούρδου = τὸ ἔφερες ἄνω κάτω, μὲ γράφεις σούρδου μούρδου = μὲ γράφεις ἀτάκτως.

Σημ. Τὸ τῶν ἀρχ. φύρδην, μίγδην· πρβλ. καὶ τὸ Κυπριακὸν σούρδουλος· βλέπε δὲ καὶ τὴν λ. μουρδουλόνω (ἐφ. Φιλομ. σ. 1270).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.