Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπαρανιάρω και σπαρανιάζω

οικονομώ, προσέχω στη διατήρηση και διαφύλαξη ορισμένων πραγμάτων, π.χ. ρούχων, τροφίμων κ.ά. “μα δεν σπαρανιάρουμε καθόλου το τυρί, όποιος θέλει ανοίγει τη λάτα και παίρνει” – “Α, εγώ, τα σπαρανιάρω τα ρούχα μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπαρανιάρω (Ἰ. sparagnare) = κάμνω φειδωλὴν χρῆσιν, οἰκονομῶ. Τα . . . Περισσότερα

σπάραχνα

Τα βράγχια των ψαριών και γενικότερα τα εντόσθια τους. Από το αρχαίο βάραγχος με επίδραση του σπαράσσω, προέκυψε η λέξη. Και ο Φιλίντας, σπλάχνα και βάραχνα τα σπάραχνα (Γ’ 209).

σπαργανίδα (η)

ρούχα σπαργανώματος των μωρών “μια παλιοσπαργανίδα”. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

σπαρνάω

νοιώθω συσπάσεις παλμικές, τρομώδεις σε κάποιο μέρος του σώματός μου ή και σε ολόκληρο το σώμα μου. Σπαρνούσε σαν το ψάρι που μόλις το έβγαλαν από τη θάλασσα” – “το μάτι μου σπαρνάει, κάποιος θα μου έρθει”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπαρνάω (ἀσπαίρω -ίζω) = συσπῶμαι . . . Περισσότερα

Σπαρτοχωρίτης -ισσα

ο καταγόμενος από το χωριό Σπαρτοχώρι (Μεγανησίου) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπαρτοχωρίτ(η)ς -σα = ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Σπαρτοχῶρι (Μεγανησίου). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σπασμένος (ο)

“ο έχων σπάσιμο, κατέβασμα αρχιδιών ή κήλης”. Σε συνταγή λαϊκογιατρού διαβάζομε: ‘Έβγαλε το ιππόγλωσσον – λέγεται και λαγομηλέα – και τρίψε την ρίζαν του, να γίνει σκόνη και δίνε ανά ήμισυ δράμι να πίνει κάθε πορνό νηστικός και εις τρεις ημέρες θέλει να του χτυπήσει εις το λάβωμα και θέλει . . . Περισσότερα

σπασσάρω

Σπασσάρω (Ἰ. spassare) = περιδιαβάζω, περιπατῶ ἀργοσχόλως, βολτάρω.

σπάτο(υ)λα

Σπάτο(υ)λα /ἡ/ (Ἰ. spatola) = σπαθίς, ἕλασμα χαλύβδινον ἢ ξύλινον πρὸς ξέσιν ἢ ἐπίχρισιν, ἰατροφαρμακευτικὸν ἐργαλεῖον.

σπάτσο (το)

σπάνια λέξη που σημαίνει αποπομπή, διώξιμο. έχομε μια παροιμιακή φράση: “Επήρε τα σπάτσα του από τη νύφη” (Λάζαρης). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπάτσο /τὸ/ (Ἰ. spazzare -zzo) = βῆμα φυγῆς ἀποεμπομένου: «ἐπῆρε τὰ σπάτσα του ἀπ’ τ’ νύφ». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σπέζες

τα έξοδα, απαντά κυρίως στον πληθ., η λέξη. Σε κτγρφ, περιουσίας του 1750 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “δια καβαλλικαδούρα (=αγωγιάτικο) και σπέζες …). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπέζα /ἡ/ (Ἰ. spesa) = δαπάνη, ἔξοδον, πληρωμή, πρόστιμον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σπέντζο (το)

το σπουργίτι, η σταρήθρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπέντζο /τὸ/ (σπίζω) = σπῖνος, σπουργίτης. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σπεντόνι (το)

το τσαγκαρόσουβλο, που κάρφωναν μ΄ αυτό τις ξυλόπρογκες οι παλιοί τσαγκάρηδες στις σόλες των παπουτσιών. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπεντόν(ι) /τὸ/ (Ἰ. spuntone) = ὀβελίσκος, τρυπητῆρι ὑποδηματοποιοῦ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σπερδούκλι (το)

το ασφοδείλι, ο ασφοδελός (“ασφοδελός λειμώνας”, “λειβάδι απ΄ ασφοδείλι” κ.ά). Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. ΙΙΙ, στ. 621: “Ασφόδελε, οι ανίδεοι / δεν ξέρουν που η ρίζα σου / – καλά ο λαός το ξέρει – είναι βοτάνι στις πληγές / που ανοίξαν απ΄το λογισμό / κι απ΄ του οχτρού το χέρι …”. . . . Περισσότερα

σπερνό -ά

είδος γλυκού που το φκιάνουν οι νοικοκυρές όταν κάποιος του σπιτιού έχει τη γιορτή του, ή όταν όλο το χωριό ή μια συνοικία γιορτάζει τον άγιο της. Βράζουν από την παραμονή το σιτάρι, αδειάζουν το σιταρόζουμι για να φκιάσουν μ΄ αυτό κουρκούτη και το σιτάρι, αφού το στραγγίξουν καλά, το βάζουν . . . Περισσότερα

σπερτσιόζος -α -ο

η λέξη σπάνια χρησιμοποιείται σε περίπτωση υψηλού πυρετού: ‘Έχει θέρμη σπερτσιόζα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπερτσιόζος -α -ο (Ἰ. sperdere, spicciare -oso) = ταχύς, ὀξύς, αἰφνίδιος: «θέρμη σπερτσιόζα» = κακοήθης πυρεττός, ἀπότομος ὑψηλὸς πυρεττός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Προσδιοριστικό της θέρμης, πυρετού. “Θέρμη σπερτσιόζα”. . . . Περισσότερα

σπετάκολο

Σπετάκολο /τὸ/ (Ἰ. spettacolo) = πρόσωπον κοινῆς περιφρονήσεως καὶ ἀποδοκιμασίας.

σπετονίκι (το)

νηστίσιμο θαλασσινό μαλακόστρακο εδώδιμο, κοινώς καλόγνωμη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπετονίκι /τὸ/ (Ἰ. spesso -nore;) = τὸ σκληρὸν ἑδώδιμον δίθυρον ἄρκα, καλόγνωμη (ἀπὸ τὰ νηστήσιμα θαλασσινά). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης