σοφ’γάδο (το)
το στιφάδο, φαγητό που μαγειρεύεται με βοδινό κρέας, λάδι, κρεμμύδια μικρά ακέραια και καρυκεύματα, όπως δάφνη, ξίδι, κ.ά. (σοφγάδο)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σοφιγάδο /τὸ/ (Ἰ. soffocare, soffogare) = κρέας μαγειρευμένον μετ’ ὄξους καὶ κρομμύων, στιφάδο.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης