αρατίζομαι
εξαναγκάζομαι σε φυγή, εξαφανίζομαι ένεκα φόβου.
Σε λαϊκό κείμενο του 1766 διαβάζομε: “Αρατίσθη ο κόσμος”. (Ηπειρωτική Εστία, τεύχος, 69/1958).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀρατίζομαι: (ἀόρατος, Τ. ἀρά, Ἀλ. ἀρρατίσεμ) = ἐξαφανίζομαι αἰφνιδίως, ἀναπτεροῦμαι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης