Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κρεπάρω

υποφέρω από μεγάλη στενοχώρια, “σκάω απ΄ το κακό μου”, υποφέρω από μεγάλη ζέστα.
φράσεις: “θα κρεπάρω, δε βαστάω άλλο, με τούτα και μ΄ εκείνα” – “εκρεπάρ΄σα απ΄ τη ζέστα” – ” θα κρεπάρει απ΄ το πολύ φαΐ” – “το σακί εκρεπάρ΄σε, το παραγιομίσατε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κρεπάρω (Ἰ. crepare) = ῥήγνυμαι, ῥαγίζομαι, σκάζω ἀπὸ διαρκῆ θλῖψιν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.