ανεμίδι (το)
το συμπληρωματικό σύνεργο της ανέμης.
Αποτελείται από τη βάση, τη ρόδα και τη σιδερόβεργα, που φέρνει μασούρια που γεμίζουν νήμα από τη ματσέτα της ανέμης. (Το νοικοκυριό του χωριάτικου σπιτιού στη Λευκάδα, σελ 131).
Δημ. τραγ. “Τ΄ ανεμίδι σου ασημένιο, κι η κλωστή σου είναι χρυσή”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνεμίδι: /τὸ/ (ἀνιμάω) = παραπλήσιον πρὸς τὴν ἀνέμην τυμπανοειδὲς ἐργαλεῖον δι’ οὗ μεταφέρεται τὸ νῆμα ἀπὸ τὴν ἀνέμην εἰς τὰ μασούρια, ταχεῖα περιστροφή.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀνεμίδι = χειροκίνητο περιστροφικό ἐργαλεῖο πού γυρίζοντας γεμίζει τά μασούρια νῆμα ἀπ᾿ τήν ἀνέμη καί περιστρέφεται κάθετα
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής