αναργεύω και ἀναργιεύω και αλαργεύω
- τοποθετώ τα πράγματα ανάρια-ανάρια. πχ. τα φυτά στις βραγιές.
φράση: “Ανάργεψε το κοπάδι σου από τα σπαρτά μου” – “Ανάργεψε από το σκυλί μη σε δαγκάσει” - αμετάβατο: απομακρύνομαι, ξαλαργεύω: “Ξαλάργεψα απ΄ τον καυγά, φοβήθηκα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀναρ(γ)ιεύω: (ἀνὰ-αἵρω-ἀραιὸς) = ἀποχωρίζω πράγματα πρὸς ἀραίωσιν, ἀπομακρύνω, ἀπομακρύνομαι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀναργιεύω = ἀραιώνω, ἀναργιεύω τά μαρούλια (φύτρωσαν ἀραιά τά μαρούλια).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής