αλεύω
περισυλλέγω κρυφά ξένα πράγματα αφύλαχτα (ιδίως καρπούς), παραμονεύω για να τ΄ αρπάξω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἁλεύω: (ἅλη, ἁλέω, ἁλιεύω) = περισυλλέγω κρυφίως ξένα ἀφύλακτα κινητὰ πράγματα (ἰδίᾳ καρποὺς) περιφερόμενος ἐρευνητικῶς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
όχι από τα αρχ.ελλ. ἅλη ‘περιπλάνηση’ και ἁλέω ‘αλέθω’, ούτε και από αρχ.ελλ. ἁλεύω ‘απομακρύνω, απωθώ’, αλλά πιθανότατα από το ἁλιεύω, οπότε θα πρόκειται για ενδιαφέρουσα διατήρηση ρήματος που δεν συνεχίζεται στις περισσότερες δημώδεις ποικιλίες της Νεοελληνικής
(Π.Γ. Κριμπάς)