Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπαρανιάρω και σπαρανιάζω

οικονομώ, προσέχω στη διατήρηση και διαφύλαξη ορισμένων πραγμάτων, π.χ. ρούχων, τροφίμων κ.ά.
“μα δεν σπαρανιάρουμε καθόλου το τυρί, όποιος θέλει ανοίγει τη λάτα και παίρνει” – “Α, εγώ, τα σπαρανιάρω τα ρούχα μου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σπαρανιάρω (Ἰ. sparagnare) = κάμνω φειδωλὴν χρῆσιν, οἰκονομῶ.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Σπαρανιάζω = φειδῶ οἰκονομία, σπαρανιάζω τά ροῦχα μου (φυλάω τά ροῦχα μου).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.