αλαφροΐσκιωτος (ο)
Αυτός που έχει “αλαφρόν ίσκιον”.
Κατά τη λαϊκή αντίληψη, οι αλαφροΐσκιωτοι μπορούν να ιδούν αόρατα (από τους άλλους) πνεύματα, όπως νεράιδες, τα φαντάσματα κ.α.
“Αλαφροΐσκιωτος” είναι και ο τίτλος “του πρώτου και του καλύτερου” μεγάλου ποιήματος του Λευκαδίτη ποιητή Άγγελου Σικελιανού. Και ο αλαφροΐσκιωτος στο ποίημα είναι ο ίδιος ο ποιητής (Αλαφρ. Σικελιαν. στ. 344-353).
Θυμίζομε πως και ο Διον. Σολωμός μιλάει για αλαφροΐσκιωτους στους “Ελεύθερους Πολιορκημένους” του: “Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες κι απόψε τ΄ είδες; …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλαφροΐσκιωτος -η -ο: ὁ ἔχων ἐλαφρὰν τὴν σκιάν, ὁ δυνάμενος νὰ διακρίνῃ ἀόρατα πνεύματα (ἀγερικά, νεράϊδες).