σταλίζω
- λέγεται για τα οικιακά ζώα, όταν ακινητούν λόγω κοπώσεως, ζέστης, κ.λπ. αλλά και όταν είναι δεμένα κάπου και δεν βρίσκουν τροφή.
- για τα κοπάδια το σταλίζω έχει άλλη σημασία: σταλίζουν ομαδικά στο στάλο, τόπο αναπαύσεως του κοπαδιού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σταλίζω (σταλὶς) = ἀκινητῶ σἂν παλουκωμένος, ἀκινητῶ χωρὶς νὰ βόσκω (ἐπὶ οἰκοσίτων κτηνῶν).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σταλίζουν = λέγεται γιά τά ζῶα, ὅταν ἀναπαύονται καί δέν βόσκουν.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΕΝΤΕΑΣ -
Ίσως προέρχεται από τον ναυτικό όρο σταλία ή σταλίες που σημαίνει σταμάτημα του πλοίου στο λιμάνι.
(σταλία < (άμεσο δάνειο) ιταλική stallia < stallo (σταματώ / μένω)