Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σταλίζω

  1. λέγεται για τα οικιακά ζώα, όταν ακινητούν λόγω κοπώσεως, ζέστης, κ.λπ. αλλά και όταν είναι δεμένα κάπου και δεν βρίσκουν τροφή.
  2. για τα κοπάδια το σταλίζω έχει άλλη σημασία: σταλίζουν ομαδικά στο στάλο, τόπο αναπαύσεως του κοπαδιού.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σταλίζω (σταλὶς) = ἀκινητῶ σἂν παλουκωμένος, ἀκινητῶ χωρὶς νὰ βόσκω (ἐπὶ οἰκοσίτων κτηνῶν).

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Σταλίζουν = λέγεται γιά τά ζῶα, ὅταν ἀναπαύονται καί δέν βόσκουν.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Ένα Σχόλιο

  1. Ίσως προέρχεται από τον ναυτικό όρο σταλία ή σταλίες που σημαίνει σταμάτημα του πλοίου στο λιμάνι.
    (σταλία < (άμεσο δάνειο) ιταλική stallia < stallo (σταματώ / μένω)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.