ξεσφογάρω
Ξεσφογάρω (ἐκ-Ἰ. sfogare) = ξεφυσῶ ἀνακουφιστικῶς, ἀπαλλάσσομαι ἐσωτερικῆς πιέσεως, ἀνακουφίζομαι.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξεσφογάρω (ἐκ-Ἰ. sfogare) = ξεφυσῶ ἀνακουφιστικῶς, ἀπαλλάσσομαι ἐσωτερικῆς πιέσεως, ἀνακουφίζομαι.