Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λουτιάζω

Λουτιάζω (Ἰ. lutto) = καθίσταμαι ἄβουλος καὶ ἀφῃρημένος οἱονεὶ πενθῶν, ἀποβλακοῦμαι, ἠλιθιοῦμαι.
βλ. λ. λουτιαίνω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.