λουτιάζω 09 Φεβ, 2017 Λ 0 Σχόλια 0 Λουτιάζω (Ἰ. lutto) = καθίσταμαι ἄβουλος καὶ ἀφῃρημένος οἱονεὶ πενθῶν, ἀποβλακοῦμαι, ἠλιθιοῦμαι. βλ. λ. λουτιαίνω