Αποτελέσματα αναζήτησης για διπλάρι
το σύνολο των χοντρών ρούχων του σπιτιού τακτοποιημένα και διπλωμένα κανονικά με τάξη που τοποθετούνται το ΄να πάνω στ΄ άλλο σε μια ξύλινη βάση ή κασέλα. Το γίκο τον σκεπάζουν μ΄ ένα λεπτότερο ρούχο για να προστατεύει τα χοντρόρουχα από σκόνες, καπνούς κλπ. Αρ. Βαλαωρίτης, Φωτεινός, άσμα Β΄”Ο οίκος με . . . Περισσότερα
βλ. διπλάρι ύφασμα βαμβακερό ή λινό του αργαλειού διπλοστήμονο
μπαμπακερό ή λινό ύφασμα του αργαλειού, διπλοστήμονο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δ(ι)πλάρι /τὸ/ (διπλοῦς-αἵρω) = ἐγχώριον βαμβακερὸν ὕφασμα μὲ διπλὸ στημόνι (ὑφαίνεται μὲ τέσσαρα μιτάρια). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Διπλάρι = λινό ὑφαντό ὕφασμα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής και διπλαρένιο
τα δίδυμα παιδιά Η διπλάρα = η δίδυμη
η καμιζόλα ή καψέλα. Το απάνω μέρος του γυναικείου φορέματος στη Λευκάδα (χωριάτικη φορεσιά). γυναικείος και ανδρικός επενδυτής, είδος ζακέτας: α) η γυναικεία: φοριόταν πάνω από το φουστάνι και έπαψαν να τη φορούν μετά την επικράτηση της “Ρωμαϊκής” φορεσιάς. Ύφασμα μεταξωτό ή λινό, σε χρώμα πράσινο, κόκκινο, γαλάζιο, κίτρινο, για . . . Περισσότερα
«Ὁ οἶκος μὲ τὰ μάλλινα τὰ παρδαλὰ διπλάρια» (σελ. 300, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ). Λέγεται ὁ σωρὸς τῶν μαλλἰνων σκεπασμάτων τῆς οἰκίας, ἅτινα συνήθως παρὰ τοῖς χωρικοῖς ἐπισωρεύονται πάντα ὁμοῦ διπλωμένα εἵς τινα γωνίαν τῆς οἰκίας.